ἐπαυξήσῃ

ἐπαυξήσῃ
ἐπαυξήσηι , ἐπαύξησις
increase
fem dat sg (epic)
ἐπαυξάνω
increase
aor subj mid 2nd sg
ἐπαυξάνω
increase
aor subj act 3rd sg
ἐπαυξάνω
increase
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επαύξηση — η (AM ἐπαύξησις) [επαυξάνω] η περαιτέρω αύξηση («τὴν... τῶν τε μέτρων ἐπαύξησιν», Πλούτ.) μσν. γραμμ. το φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται αντί για βραχύ φωνήεν το αντίστοιχο μακρό (π.χ. αμείβω > αμοιβή), ιδίως στα παράγωγα, αλλιώς μετάπτωση …   Dictionary of Greek

  • επαύξηση — η 1. περισσότερη αύξηση, μεγάλωμα, αβγάτισμα. 2. (γραμμ.), η μετάπτωση (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσαύξηση — η / προσαύξησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσαυξάνω] πρόσθετη αύξηση, επαύξηση νεοελλ. ό,τι προστίθεται, ιδίως χρηματικό ποσό, για επαύξηση («δόθηκε προσαύξηση στον μισθό τών δημοσίων υπαλλήλων αυτόν τον μήνα») αρχ. η διαδοχική επαύξηση στο μέγεθος τών… …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • επιβάρυνση — η 1. η επαύξηση του βάρους, η επιφόρτιση με πρόσθετο βάρος. 2. ό,τι προκαλεί την επιβάρυνση. 3. μτφ., η ενόχληση (στενόχωρη κατάσταση) που προκαλείται από την επαύξηση δαπανών, υποχρεώσεων κτό.: Νέες φορολογικές επιβαρύνσεις. 4. πρόσθετη δαπάνη:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • άκρις — ἄκρις ( ιος), η (Α) (ποιητική λέξη συνήθως στον πληθυντικό) κορυφή όρους ή λόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ετυμολογικά η λ. συνδέεται με τη ρίζα *ακ «αιχμηρός, μυτερός, κοφτερός», που προέρχεται πιθ. από επιθηματική επαύξηση τής ρίζας ἄκ ρι ς. Βλ. λήμμα ακ ] …   Dictionary of Greek

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • έκταση — Κίνηση άρθρωσης, κατά την οποία δύο γειτονικά οστά ευθυγραμμίζονται σε σχέση το ένα με το άλλο. Η αντίθετη κίνηση είναι η κάμψη. * * * η (AM ἔκτασις) 1. άπλωμα, τέντωμα («έκταση τών χειρών») 2. συνεκδ. μέγεθος, ευρύτητα, σπουδαιότητα («έκταση… …   Dictionary of Greek

  • αέλιοι — ἀέλιοι και αἰέλιοι, οι (AM) βαθμός συγγενείας μεταξύ ανδρών, τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφές σύγγαμπροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *swe , που δηλώνει αυτοπάθεια, πρβλ. ελλ. ἕ (= ἑαυτόν, ήν, ό), με θεματ. επαύξηση l , *swe > *sweli > ἕλιοι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”